καταχαρίζομαι

καταχαρίζομαι
καταχαρίζομαι
corruptly make
pres ind mp 1st sg
καταχαρίζομαι
corruptly make
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταχαρίζομαι — (Α καταχαρίζομαι) νεοελλ. χαρίζομαι υπερβολικά σε κάποιον, δείχνω εύνοια, τηρώ μεροληπτική στάση, μεροληπτώ αρχ. 1. δωροδοκώ 2. παραχωρώ κάτι προς χάρη, για ευχαρίστηση κάποιου 3. εκφέρω μεροληπτική κρίση, εκδίδω μεροληπτική απόφαση …   Dictionary of Greek

  • καταχαριζομένων — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp fem gen pl καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut gen pl καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp fem gen pl καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζόμενον — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc acc sg καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp neut nom/voc/acc sg καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc acc sg καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριεῖται — καταχαρίζομαι corruptly make fut ind mp 3rd sg (attic epic) καταχαρίζομαι corruptly make fut ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζομένη — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζομένην — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζομένοις — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut dat pl καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζομένου — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut gen sg καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζομένῳ — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut dat sg καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαριζόμενοι — καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc nom/voc pl καταχαρίζομαι corruptly make pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”